~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
..................................................................................* νέα και από τον εκδοτικό χώρο ... *
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~
κιτρινισμένες λιθο-γραφίες... για τον άνθρωπο και τις αξίες που χάθηκαν στην εποχή μας
~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~ «O άνθρωπος πρέπει κάθε μέρα ν᾽ακούει ένα γλυκό τραγούδι, να διαβάζει ένα ωραίο ποίημα, να βλέπει μια ωραία εικόνα και, αν είναι δυνατόν, να διατυπώνει μερικές ιδέες. Αλλιώτικα χάνει το αίσθημα του καλού και την τάση προς αυτό…». Γκαίτε ~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Απο//τυπώματα

Παρασκευή 20 Οκτωβρίου 2017

Ο Νίκος Γκάτσος, με τα τραγούδια του περιγράφει με ζωντάνια, οργή, θλίψη και προφητικότητα τη σημερινή Ελλάδα της φθοράς, της διαφθοράς, της σήψης, του χαμού...

Mimis Papafragos
ΑΣΕΑ ΑΡΚΑΔΙΑΣ
Ο Νίκος Γκάτσος, ο μεγάλος αυτός δημιουργός, έβλεπε και νοιαζόταν για την κατάσταση στην Ελλάδα. 
Ο Δ. Τσάκωνας, Καθηγητής Πανεπιστημίου, γράφει:
"Το 1991 σπάζοντας τη σιωπή του ο Γκάτσος με τα -Κατά Μάρκον- τραγούδια του περιγράφει με ζωντάνια, οργή, θλίψη και προφητικότητα τη σημερινή Ελλάδα της φθοράς, της διαφθοράς, της σήψης, του χαμού. Ο ποιητής υψώνει το μαστίγιο κατά πάντων όσοι φθείρουν, διαφθείρουν, ξεπουλούν και προδίδουν αυτό που λέγεται Ελλάδα".
Και τόνιζε προφητικά αλλά και επίκαιρα για σήμερα, ο ποιητής

" Που πας Ελλάδα
σε τι σκοτάδια πέφτεις
μην παίρνεις φόρα στην κατηφόρα
ξεθώριασε ο καθρέφτης...

Που πας Ελλάδα
για που κατηφορίζεις
έρχεται μπόρα κι αυτήν την ώρα
κανέναν δεν ορίζεις"

~~~~~~~~~~



* Από το βιβλίο "Ένας αιώνας Γκάτσος" 
κυκλοφόρησε σε Β' έκδοση, με προσθήκες και διορθώσεις, 
και διατίθεται στα βιβλιοπωλεία: 
- Παλλάς Ουάσιγκτον 23 Τρίπολη 
- Παγκόσμιον Κύπρου 26Α Βριλήσσια και 
- Χάρτης Γράμμου 40 Βριλήσσια

Τρίτη 10 Οκτωβρίου 2017

Οι πόλεις, ηρωίδες των βιβλίων

  ΒΙΒΛΙΟ  
γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΘΗΝΑΚΗΣ*
Το κρυμμένο Βερολίνο σήμερα, με ορθάνοικτες τις πληγές και τις ενοχές του παρελθόντος, εμπνέει την Αντζη Σαλταμπάση στο «Μπερλίν» της (εκδ. Πόλις).
ΕΤΙΚΕΤΕΣ:
Τι είναι η πατρίδα μου; Μην είν’ οι κάμποι; Μην είναι τ’ άσπαρτα ψηλά βουνά; Οι στίχοι του Ιωάννη Πολέμη συνοδεύουν αυτομάτως κάθε σχετική αναρώτηση περί Ελλάδας και πατρίδας, σαν να έχουν καταγραφεί στο συλλογικό φαντασιακό του Ελληνα. Ομως το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και ο 21ος μέχρι στιγμής, τουλάχιστον στην πεζογραφία που μας αφορά εν προκειμένω, έχει ξεχωριστά παραδείγματα μετατόπισης του θεματικού ενδιαφέροντος στην πόλη, στο άστυ. Δημήτρης Χατζής, Κώστας Ταχτσής, Μένης Κουμανταρέας, Μάρω Δούκα είναι μόνον ελάχιστοι από τους συγγραφείς που έχουν καταγράψει το αστικό τοπίο ως κύριο πρωταγωνιστή των έργων τους, ως ένα σιωπηλό ήρωα, που μιλάει μέσα από τις μεταβολές που επιφέρει στον βίο και την πολιτεία των ανθρώπινων ηρώων.
Στην ίδια παράδοση εντάσσονται τέσσερα πεζά κείμενα που εκδόθηκαν εντός του 2017: η «Καινούργια πόλη» του Θεόδωρου Γρηγοριάδη (εκδ. Πατάκη), οι «Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του ποταμού Ερρινυού» της Αντζελας Δημητρακάκη (εκδ. Εστία), το «Μπερλίν» της Αντζης Σαλταμπάση (εκδ. Πόλις) και το «Οστινάτο» της Μαριάνας Ευαγγέλου (εκδ. Πατάκη). Στην αρχική ερώτηση «τι είναι η πατρίδα μου;», οι τέσσερις συγγραφείς απαντούν, εκόντες άκοντες: οι προσδοκίες και οι μνήμες μας, οι φλογερές επιθυμίες μας, που με τα χρόνια μπορεί να ξεθυμαίνουν, όπως αργοσβήνει η νοσταλγία από τη μανία της πραγματικότητας. «Μεγάλες προσδοκίες, μικρές πραγματικότητες», έλεγε ο Μαρκ Τουέιν...
Λαμπερή δεκαετία
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης βγάζει στο προσκήνιο το αστικό τοπίο: το είχε κάνει με τη μεταπολιτευτική Θεσσαλονίκη στο «Παρτάλι», αλλά και στους «Χάρτες», όπου μιλούσε, μεταξύ άλλων, για δυστοπίες και ουτοπίες. Στην «Καινούργια πόλη», ο συγγραφέας χειρουργεί την Αθήνα του ’90, όπως τη βιώνει ο επαρχιώτης Μανόλης με τη μητέρα του Μαργαρίτα. Είναι μια πόλη που εκρήγνυται από τη δίψα των κατοίκων της να γίνουν «Ευρώπη», να ρουφήξουν τις δυνατότητες που δίνουν το χρήμα, η λάμψη, η επιφάνεια. Η Αθήνα, και μαζί της οι δύο ήρωες, χτίζεται με την αισθητική της χλιδής και γκρεμίζεται με το κατά τόνους εισαγόμενο lifestyle, που τελικώς δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες όσων επένδυσαν σε αυτήν. Στην «Καινούργια πόλη» του Γρηγοριάδη η πόλη πνίγει όσους δεν θέλουν να ακολουθήσουν τη μεγάλη της «φυγή προς τα εμπρός», όσους αδυνατούν να συγχρονιστούν με τον κατακλυσμιαίο ρυθμό του «εκσυγχρονισμού» της. Η Αθήνα γίνεται βωμός στον οποίον λατρεύεται το αστικό παρελθόν και θυσιάζεται το αστικό μέλλον. Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης αναδεικνύει την πόλη ως αρένα, για όσους θέλουν ν’ αρπάξουν τον ταύρο απ’ τα κέρατα, και ως καταφύγιο, για όσους πληγώθηκαν από τον ίδιο ταύρο.
Τα αθηναϊκά ’80s
Μία δεκαετία πίσω, στα ’80s, τοποθετεί η Αντζελα Δημητρακάκη της Αθηναίες ηρωίδες της στις «Τέσσερις μαρτυρίες για την εκταφή του ποταμού Ερρινυού». Η Ιωάννα, η Σοφία, η Κατερίνα και η Ραχήλ είναι έφηβες που καραδοκούν το μέλλον να καταφτάσει, ενώ, στο μεταξύ, ονειρεύονται πάνω σε ταράτσες μιας πρωτεύουσας κατάφορτης υποσχέσεις σοσιαλιστικού παραδείσου, στα σκοτεινά στενά της, στα οποία άλλοι καταφεύγουν και τα οποία άλλοι αποφεύγουν, στο σχολείο ακόμα ακόμα, με το μάθημα της Ιστορίας. Και στη νουβέλα της Δημητρακάκη εμφανίζεται το τρίπτυχο παρελθόν - παρόν - μέλλον της πόλης. Πιστή στη συνύπαρξη των αφηγηματικών ειδών, η συγγραφέας χωρίζει τις «Τέσσερις μαρτυρίες» σε αντίστοιχα είδη: Γράμμα #1, Προφορική μαρτυρία #1, Προφορική μαρτυρία #2, Γράμμα #2. Ο Ερρινυός μεταφέρει στα νερά του τα όνειρα για μιαν Αθήνα με τον δικό της Σηκουάνα, όπου στις όχθες του θα δημιουργηθούν αστικές οάσεις. Οι τέσσερις ηρωίδες παλεύουν με τους μύθους, με τις πραγματικότητες, συγκρούονται και πολεμούν. Πώς αλλιώς, αφού οι «τέσσερις» ακούν τον Ian Curtis των Joy Division.
Βερολίνο με μιαν ανάσα
Αλλαγή χώρας. Το «Μπερλίν», πρώτο βιβλίο για την Αντζη Σαλταμπάση, είναι μία «υποκειμενική αλλά όχι προσωπική» καταγραφή μιας ευρωπαϊκής πρωτεύουσας που παλεύει με την ενοχή για την πρόκληση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και με τον φόβο για την ήττα. Το Βερολίνο της Σαλταμπάση είναι ο ομφαλός του κόσμου, η πόλη όπου συνυπάρχουν το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον – όχι, ασφαλώς, διά της «αρχαιολογικού» ενδιαφέροντος κληρονομιάς. Η Ιστορία που γράφτηκε, γράφεται και θα γραφτεί συμβαίνει ταυτόχρονα σε όλες της τις εκφάνσεις. «Eine gute Geschichte zu schreiben», λένε οι Γερμανοί («ας γράψουμε ωραία Ιστορία», σε ελεύθερη μετάφραση) και η Αντζη Σαλταμπάση το κατάφερε.
Η «λούπα» της Ξάνθης
Η Μαριάνα Ευαγγέλου, με το «Οστινάτο» (η μουσική επάνοδος, η «λούπα» δηλαδή, ενός μοτίβου σε μία σύνθεση), κλείνει εντός παρενθέσεως τα χρόνια από το 1940-1974 και βάζει τους ήρωές της να μεταβαίνουν στην προπολεμική και αμέσως στη μεταδικτατορική ελληνική επαρχία. Η Ξάνθη λειτουργεί ως η τρίτη ηρωίδα, μετά τον συνταξιούχο δάσκαλο μουσικής Μάριο και τη σαραντάρα Ανα. Η συγγραφέας, με μιαν ανάσα θα έλεγε κανείς, μετατρέπει το πρώτο της βιβλίο σε καζάνι όπου βράζουν οι δύο εποχές του ίδιου τόπου – η Ξάνθη της Ευαγγέλου «μιλάει» για τα σώψυχά της: την πολυπολιτισμικότητά της, την επάνοδο –ίσως σε μορφή «λούπας»– της προσωπικής μνήμης στο παρόν μιας πόλης σαν «ένα ποτάμι που μετά από αμέτρητους μαιανδρισμούς ξαναγυρνά στην πηγή του».
____________

Παρασκευή 6 Οκτωβρίου 2017

Αντώνης Σουρούνης, Όλες γυμνές όλες πανέμορφες

ΔΙΗΓΗΜΑ *

Αντώνης Σουρούνης
Αντώνης Σουρούνης
Η πρώτη εικόνα που έχω από τον κόσμο είναι γυμνές γυναίκες. Θα ήμουν δύο ή τριών χρόνων και η μάνα μου με πήρε μαζί της στο χαμάμ, όπου πήγαινε κάθε βδομάδα με τις γειτόνισσες. Μέχρι τότε δε θυμάμαι τίποτε από τη ζωή, λες κι εκείνη τη μέρα άνοιξαν τα μάτια μου, καθυστερημένα, σαν τα κουτάβια. Ή σαν εκείνη τη μέρα να γεννήθηκα και αντίκρισα την πλάση. Και οι γυναίκες άλλωστε έκαναν λες κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή ήρθα στον κόσμο και με υποδέχονταν. Με κάθιζαν στις γυμνές τους κοιλιές και ονομάτιζαν αυτό και τ’ άλλο που εξείχε από το σώμα μου και πώς λειτουργεί. Από τ’ αυτιά και τη μύτη μέχρι τα δάχτυλα των ποδιών μου. Ακόμα και σήμερα έχω τα κορμιά τους μπρος στα μάτια μου. 
Όχι και τόσο για τη γύμνια τους, όσο για τη φυσικότητά τους. Κινούνταν, περπατούσαν και στέκονταν σαν να ήταν ντυμένες και βρίσκονταν στο μαχαλά τους. Νέες και γριές, μιλούσαν, γελούσαν και φώναζαν, καταχαρούμενες που βρέθηκαν ολομόναχες μεταξύ τους, τσίτσιδες κι ανυπόδητες, ντυμένες μόνο με το σαρκίο που τους χάρισε η φύση και δεν τις ένοιαζε πια αν ήταν φτιαγμένο από μαλλί, κάμποτ, βαμβάκι ή μετάξι. Η αρσενική παρουσία ανάμεσά τους ήταν ακόμα στα σπάργανα, μπορούσαν λοιπόν να παίζουν μ’ αυτήν, όπως τα μικρά κορίτσια με την κούκλα τους. Εγώ ήθελα να παίζω με την Κατίνα. Άπλωνα τα μικρά μου χέρια προς το μέρος της, σημάδι πως αυτήν είχα επιλέξει, αυτή ήταν η πιο όμορφη. Και ήταν. Οι γυναίκες γελούσαν, αφού η γνώμη μου ακόμα δεν είχε καμιά σημασία γι’ αυτές και δε μετρούσε. Κι αυτό ακριβώς τις έκανε όλες όμορφες.
      Όταν μεγάλωσα, είδα πολλές φορές την ίδια εικόνα σε έργα μεγάλων ζωγράφων. Γυναίκες καθιστές, γυναίκες ξαπλωτές και γυναίκες όρθιες, σε χώρους ανοιχτούς και χώρους κλειστούς, κάτω από δέντρα και πάνω σε μεταξωτά μαξιλάρια, όλες γυμνές και όλες πανέμορφες, εναρμονισμένες με τον εαυτό τους, το περιβάλλον και τη χαρά που τους πρόσφερε η στιγμή. Ζούσαν μέσα στο παρόν κι αυτό τις έκανε αιώνιες. Φαίνονται να μην έχουν ηλικία, επειδή φαίνονται να κουβαλάνε όλες τους τις ηλικίες, χωρίς να έχουν απαρνηθεί καμιά και χωρίς να προσμένουν κάποια άλλη. Δείχνουν μικρά κορίτσια και ταυτόχρονα μεστωμένες γυναίκες. Δίχως φιλάρεσκους υπολογισμούς και δίχως υλικούς στόχους. Με βυζιά που φυτρώνουν άνισα από μόνα τους, με μπούτια σαν κορμούς αμπόλιαστων δέντρων και με κοιλιές, κοιλιές μεγάλες και φουσκωμένες, έτοιμες να χωρέσουν μέσα τους όχι μόνο παιδί, αλλά ολόκληρο άντρα. Όλοι αυτοί οι ζωγράφοι λάτρευαν την ομορφιά και την αθωότητα, κι αυτά απεικόνιζαν. Όπως έκαναν και οι αρχαίοι Έλληνες με τα αγάλματα και τις αναπαραστάσεις που βλέπουμε σε τοιχογραφίες και σε πιθάρια. Ο γυμνός άντρας που ετοιμάζεται να παλέψει έχει την ίδια χάρη μ’ εκείνον που προσφέρει στη γυναίκα ένα λουλούδι και τον άλλο που κρατάει ένα κανάτι με κρασί. Κι όλοι μαζί έχουν τη χάρη της Αφροδίτης που συνοδεύεται από τον Έρωτα. Αν υπάρχει κάτι που ενώνει τους καλλιτέχνες μέσα στους αιώνες, είναι η άποψη πως η ομορφιά υπάρχει μέσα στην απλότητα και την αφέλεια. Όποιος δεν τ’ ανακάλυψε αυτό δεν είναι καλλιτέχνης, είναι απλός τεχνίτης.
      Άλλη χάρη έχει ένα λουλούδι στο δάσος, άλλη σε μια γλάστρα κι άλλη μέσα στο βάζο. Από τη στιγμή που δίνεις σημασία και μετράς τη γνώμη των άλλων, μετράς και τα βήματά σου και τις κινήσεις σου. Οι γυναίκες που χτίζουν τα κορμιά τους με το μυστρί του πλαστικού χειρουργού πανικοβάλλονται όταν το βλέπουν να καταρρέει, ενώ εκείνες που πλάστηκαν με το χάδι του άντρα το καμαρώνουν και το χαίρονται μέχρι το τέλος. Όταν το σώμα χάνει τη φυσικότητα, χάνει και την ομορφιά του. Γιατί δεν υπάρχει όμορφο και άσχημο σώμα. Υπάρχει μόνο ζωντανό και νεκρό. Έμψυχο και άψυχο. Τα μικρά παιδιά που δε νοιάζονται για τη γοητεία τους, καθώς και όσοι γέροι άνθρωποι συμφιλιώθηκαν με το κορμί τους, είναι ολοφάνερη απόδειξη για το πόσο ωραίο μπορεί να ’ναι ένα σώμα που μέσα του δεν κατοικεί η φιλαρέσκεια αλλά η αθωότητα. Και πόσο άσχημο μπορεί να είναι το σώμα κάποιου ή κάποιας που το κινεί για να αρέσει ή ακόμα χειρότερα για να το εμπορευτεί. Δεν υπάρχει πιο άσχημο κορμί από εκείνο της νεαρής καλλίγραμμης πόρνης, που σου το προσφέρει κούφιο και άψυχο, επειδή η καρδιά της είναι αφημένη στον αγαπητικό της. Και δεν υπάρχει πιο όμορφο από το σώμα της γριάς Κατίνας, που το ’χε η μοίρα της να παντρευτεί το φούρναρη της γειτονιάς μας και την ώρα που έπεφταν για ύπνο οι περισσότερες όμορφες γυναίκες, εκείνη σηκωνόταν για να ζυμώσει, να φουρνίσει και να φτυαρίσει. Συνέχεια ήταν αλευρωμένη, σαν να έπλαθε τον εαυτό της καθημερινά μαζί με το ψωμί της, κι όπως αυτό ήταν πάντα φρέσκο κι ευωδιαστό, έτσι ήταν κι εκείνη.
      Σήμερα, όταν τη βλέπω καμιά φορά στο δρόμο καθαρή πια και ξεκούραστη, μου χαμογελάει μ’ εκείνο το ίδιο κοριτσίστικο χαμόγελο του χαμάμ, τότε που άπλωνα τα χέρια προς το μέρος της. Απλώνω το χέρι να τη χαιρετίσω και, παρόλο που είναι γριά και ντυμένη, το σώμα της έχει την ίδια στάση που είχε γυμνή κοπελίτσα, όταν για μια στιγμή στη ζωή της υπήρξε η πρώτη και ωραιότερη γυναίκα στην ψυχή ενός νεογέννητου άντρα. Χωρίς να το ξέρει η ίδια.
~~~~~~
(*) Το διήγημα «Όλες γυμνές, όλες πανέμορφες», περιλαμβάνεται στη συλλογή Κυριακάτικες ιστορίες (Εκδόσεις Καστανιώτη, 2002).
~~~~~~~~~